- κατασωρεύω
- κατασωρεύω (Α)συσσωρεύω, σωριάζω πολλά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασωρεύσει — κατασωρεύω heap up aor subj act 3rd sg (epic) κατασωρεύω heap up fut ind mid 2nd sg κατασωρεύω heap up fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασωρευόντων — κατασωρεύω heap up pres part act masc/neut gen pl κατασωρεύω heap up pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασωρεῦσαι — κατασωρεύω heap up aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασωρεύειν — κατασωρεύω heap up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασωρεύοντες — κατασωρεύω heap up pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασωρεύσαντες — κατασωρεύω heap up aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασωρεύω — Α συσσωρεύω, στοιβάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασωρεύω «συσσωρεύω, στοιβάζω»] … Dictionary of Greek
κατασωρεύσας — κατασωρεύσᾱς , κατασωρεύω heap up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασωρεύσαντες — πρό , κατά σωρεύω heap aor part act masc nom/voc pl πρό κατασωρεύω heap up aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)